29/04/2012
28/04/2012
Sanullim - Laying Silks and Satins on my Heart
Sanullim (산울림, 1977~2008), also spelled as Sanulrim, is a South Korean power trio rock band. The name of the band is the combination of words,'san'(산, mountain) + 'ullim'(울림, echo). The band is considered as one of the most influential figures in the Korean Rock scene. The musical experiments they tried varry from songs for children to progressive/psychedelic rock. Sanullim broke up after the death of the drummer, Kim Chang-ik(김창익), in 2008.
27/04/2012
26/04/2012
25/04/2012
23/04/2012
22/04/2012
21/04/2012
20/04/2012
19/04/2012
18/04/2012
12/04/2012
11/04/2012
10/04/2012
09/04/2012
08/04/2012
07/04/2012
06/04/2012
Allen Ginsberg
Αναπόσπαστο κομμάτι της «Ιερής Τριάδας» των Μπίτ και βασικός εκπρόσωπος της «γενιάς των μπιτ», ο Allen Ginsberg υπήρξε ένα από τα «καλύτερα μυαλά της γενιάς του», μίας γενιάς που ήρθε σε ρήξη με την συντηρητική κοινωνία της Αμερικής. Το έργο του αποτελεί σημείο αναφοράς στην μεταμοντέρνα ποίηση, επηρεάζοντας σημαντικά, μαζί με τους συντρόφους του, τη λογοτεχνία του 20ου αιώνα.
Γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου 1926, στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ, Ο πατέρας του, ποιητής και δάσκαλος, βοήθησε τον γιο του να έρθει σε επαφή με την ποίηση, ενώ η μητέρα του, δασκάλα αλλά και μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, τον μπόλιασε με το «μικρόβιο» της πολιτικής σκέψης και των κοινωνικών ανησυχιών.
Η ιδιαίτερη σχέση του Allen Ginsberg με την μητέρα του, η οποία παρουσίαζε έντονα προβλήματα ψυχικής υγείας, αποτυπώνεται στο σπαρακτικό ποίημα του «Kaddish for Naomi Ginsberg». (Το Kaddish είναι εβραϊκή προσευχή για τους νεκρούς). Κατά τη διάρκεια της σχολικής ζωής του, ο Ginsberg θα έρθει σε επαφή με έργα σπουδαίων ποιητών, ωστόσο ως μαθητής θα γοητευτεί ιδιαίτερα από την ποίηση του Walt Whitman, από τον οποίο θα επηρεαστεί σημαντικά.
Ο Ginsberg ασπάζεται την αντίληψη πως οι προσωπικές εμπειρίες και οι σκέψεις ενός ανθρώπου μπορούν να έχουν απήχηση στο κόσμο. Αυτή η αντίληψη αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο του έργου του Ginsberg, αλλά και γενικότερα της «γενιάς των μπιτ».
Ως φοιτητής πλέον στο πανεπιστήμιο Columbia γνωρίζει τον Jack Kerouac και τον William Burroughs, τα δύο άλλα μέλη της «Ιερής Τριάδας». «Η μπιτ γενιά ήταν μία ομάδα φίλων και το μπιτ η ονομασία που δόθηκε σε μία φιλία», θα δηλώσει ο ίδιος πολλά χρόνια αργότερα (συνέντευξη στο «Περιοδικό» τον Μάρτιο του 1991). Η δεκαετία του ’50 θα μείνει στην παγκόσμια λογοτεχνία, ως η «Δεκαετία Μπιτ», η λογοτεχνία μίας γενιάς που εξεγείρεται, ανατρέπει και προκαλεί τη συντηρητική αμερικανική κοινωνία.
Ο Ginsberg μαγεύεται από το πάθος του Kerouac για τη ζωή και τις εμπειρίες. Τα επόμενα χρόνια, παρέα με μία ομάδα νέων που θα συγκροτήσουν τη «γενιά των μπιτ», θα ρουφήξει κάθε στιγμή, ξεκινώντας μία περιπετειώδη περιπλάνηση γεμάτη εμπειρίες, που σε αρκετές περιπτώσεις συνοδεύονται από ναρκωτικά και αλκοόλ. Η ομοφυλοφιλία αποτέλεσε ένα ακόμα κομμάτι της ζωής του αντισυμβατικού νεαρού, ενώ δεν έλειψαν και τα μπλεξίματα με το νόμο.
Σταδιακά αφιερώνεται στην ποίηση. Το 1955, ο Ginsberg θα βρεθεί στο Σαν Φρανσίσκο, όπου κατά τη διάρκεια μία ποιητικής βραδιάς θα απαγγείλει ένα απόσπασμα από το ποίημα του Ουρλιαχτό, ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Το «Ουρλιαχτό» θα δημοσιευτεί το 1956 στην ποιητική συλλογή του Ginsberg με τίτλο το «Ουρλιαχτό και άλλα ποιήματα».
Μία δεκαετία νωρίτερα ο Kerouac είχε γράψει το μυθιστόρημα «Στο Δρόμο» που αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της Μπίτ λογοτεχνίας, ωστόσο με το «Ουρλιαχτό» η «γενιά των Μπιτ» είχε αποκτήσει το ποιητικό μανιφέστο της...
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα,
υστερικά γυμνά και λιμασμένα,
να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μιαν αναγκαία δόση,
χίπστερς με αγγελικά κεφάλια να φλέγονται για την αρχαία ουράνια ένωση
με την άστρική γεννήτρια μέσα στη μηχανή της νύχτας,
που φτωχοί κουρελιασμένοι με βαθουλωμένα μάτια και φτιαγμένοι στάθηκαν καπνίζοντας
μέσα στο υπερφυσικό σκοτάδι τιποτένιων διαμερισμάτων αιωρούμενοι
πάνω από τις κορυφές των πόλεων βυθισμένοι στην τζαζ,
που πρόταξαν τους εγκεφάλους τους γυμνούς στον ουρανό
κάτω απ’ τον Εναέριο σιδηρόδρομο και
είδαν αγγέλους Μωαμεθανούς να τρεκλίζουν φωτισμένοι σε ταράτσες πολυκατοικιών,
που πέρασαν απ’ τα πανεπιστήμια με ήρεμα ακτινοβόλα μάτια με παραισθήσεις
του Αρκάνσας και τραγωδία με το φως του Μπλαίηκ ανάμεσα στους μελετητές
του πολέμου,
που διώχτηκαν απ’ τις ακαδημίες λόγω τρέλας και έκδοσης
στίχων ανήθικων στου κρανίου τα παράθυρα,
που διπλώθηκαν από τον φόβο ξεντυμένοι σε αξύριστα δωμάτια,
καίγοντας
τα λεφτά τους στα καλάθια των αχρήστων και ακούγοντας τον Τρόμο
μέσ’ απ’ τον τοίχο...
Απόσπασμα από το «Ουρλιαχτό» / Μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς
Λίγο καιρό μετά την έκδοσή του, το «Ουρλιαχτό» θα απαγορευτεί ως άσεμνο. Παρά τη αντίδραση της συντηρητικής αμερικανικής κοινωνίας, η «γενιά των Μπίτ» συνέχιζε να καταδεικνύει το τέλμα της, τις αντιθέσεις της, τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις της. Με το «Στο δρόμο» του Kerouac, το «Ουρλιαχτό» του Ginsberg και το «Γυμνό Γεύμα» του Burroughs η «γενιά των Μπίτ» είχε αποκτήσει πλέον τη δική της λογοτεχνική έκφραση.
Και αν ο Jack Kerouac ήταν ο «Βασιλιάς» των Μπιτ, ο Allen Ginsberg ήταν ο «ντελάλης» τους. Σε αντίθεση με τον «Βασιλιά» που ήταν κάπως αντιεπικοινωνιακός, ο Ginsberg προώθησε όχι μόνο το δικό του έργο, αλλά και των υπολοίπων, και κυρίως αυτό του Kerouac. Το 1973 αυτός και η ποιήτρια Anne Waldman ίδρυσαν για αυτό το σκοπό στο ινστιτούτο Naropa, στο Boulder, στο Colorado, ένα ειδικό τμήμα για την μελέτη των γραπτών του Kerouac, αλλά και γενικότερα της «γενιάς των Μπιτ».
Το «Ουρλιαχτό» αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο τον καταλύτη στο έργο του Ginsberg, αλλά και στη γενικότερη πολιτική και κοινωνική δράση του. Συχνά τοποθετήθηκε για θέματα όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων (ο ίδιος άλλωστε διατηρούσε μακροχρόνια σχέση με τον Peter Orlovsky) , αλλά και την απελευθέρωση των ναρκωτικών. Οι απόψεις του προκάλεσαν αρκετές φορές την αντίδραση της πολιτικής ηγεσίας, εντός αλλά και εκτός των ΗΠΑ, ενώ το FBI διατηρούσε έναν ογκωδέστατο φάκελο για αυτόν. Ο Ginsberg εξελίσσεται σε έναν από τους σημαντικότερους εκφραστές του παγκόσμιου κινήματος των νέων της δεκαετία του ‘60.
Ο Ginsberg βάδισε και σε μουσικά μονοπάτια. Συμμετείχε στην μελοποίηση ποιημάτων του William Blake, «Songs of Innocence» και «Songs of Experience», ενώ ηχογράφησε και το διπλό άλμπουμ «First Blues». Σε συνεργασία με τον Philip Glass επένδυσαν μουσικά τα ποιήματα «Ουρλιαχτό» και «Wichita Vortex Sutra». Ανέβηκε στη σκηνή με μουσικούς όπως ο Bob Dylan, οι Fugs, ο Phil Ochs, οι Clash και η Patti Smith. Λίγο πριν το θάνατό του θα ηχογραφήσει το «Ballad of the Skeletons», σε συνεργασία με σημαντικούς συνθέτες, όπως οι Philip Glass, Lenny Kaye, Marc Ribot και Paul McCartney. Το βίντεο γυρίστηκε από τον σκηνοθέτη Gus Van Sant.
Ο Ginsberg βγήκε μέσα από τα σπλάχνα της Αμερικής. Την αγάπησε αλλά και τη μίσησε. Κυρίως ένιωθε απέχθεια για την κυρίαρχη καθεστωτική νοοτροπία. «Αμερική όλα σου τα έδωσα και τώρα είμαι ένα τίποτα» (από το ποίημα America)...
Όντας μία ανήσυχη και αντισυμβατική προσωπικότητα, ταξίδεψε σε πολλές χώρες και μετατράπηκε σε ένα «πολίτη του κόσμου». Τα ταξίδια του τον βοήθησαν να αναπτύξει μία παγκόσμια συνείδηση, η οποία τον συντρόφευε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Allen Ginsberg θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 5 Απριλίου του 1997, χτυπημένος από καρκίνο στο ήπαρ. Το έργο του αναγνωρίστηκε από τους ακαδημαϊκούς κύκλους, ωστόσο το σημαντικότερο είναι πως παραμένει ζωντανό σε κάθε σοκάκι των μεγαλουπόλεων, στους δρόμους και τα μπαρ, σε κάθε ποτήρι που αδειάζει, σε κάθε χέρι που κρατάει με πάθος τις ποιητικές του συλλογές. Παραμένει ζωντανό σε κάθε άνθρωπο που αντιλαμβάνεται τη δύναμη ενός «ουρλιαχτού».
copy-paste από tvxs.gr
Γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου 1926, στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ, Ο πατέρας του, ποιητής και δάσκαλος, βοήθησε τον γιο του να έρθει σε επαφή με την ποίηση, ενώ η μητέρα του, δασκάλα αλλά και μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, τον μπόλιασε με το «μικρόβιο» της πολιτικής σκέψης και των κοινωνικών ανησυχιών.
Η ιδιαίτερη σχέση του Allen Ginsberg με την μητέρα του, η οποία παρουσίαζε έντονα προβλήματα ψυχικής υγείας, αποτυπώνεται στο σπαρακτικό ποίημα του «Kaddish for Naomi Ginsberg». (Το Kaddish είναι εβραϊκή προσευχή για τους νεκρούς). Κατά τη διάρκεια της σχολικής ζωής του, ο Ginsberg θα έρθει σε επαφή με έργα σπουδαίων ποιητών, ωστόσο ως μαθητής θα γοητευτεί ιδιαίτερα από την ποίηση του Walt Whitman, από τον οποίο θα επηρεαστεί σημαντικά.
Ο Ginsberg ασπάζεται την αντίληψη πως οι προσωπικές εμπειρίες και οι σκέψεις ενός ανθρώπου μπορούν να έχουν απήχηση στο κόσμο. Αυτή η αντίληψη αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο του έργου του Ginsberg, αλλά και γενικότερα της «γενιάς των μπιτ».
Ως φοιτητής πλέον στο πανεπιστήμιο Columbia γνωρίζει τον Jack Kerouac και τον William Burroughs, τα δύο άλλα μέλη της «Ιερής Τριάδας». «Η μπιτ γενιά ήταν μία ομάδα φίλων και το μπιτ η ονομασία που δόθηκε σε μία φιλία», θα δηλώσει ο ίδιος πολλά χρόνια αργότερα (συνέντευξη στο «Περιοδικό» τον Μάρτιο του 1991). Η δεκαετία του ’50 θα μείνει στην παγκόσμια λογοτεχνία, ως η «Δεκαετία Μπιτ», η λογοτεχνία μίας γενιάς που εξεγείρεται, ανατρέπει και προκαλεί τη συντηρητική αμερικανική κοινωνία.
Ο Ginsberg μαγεύεται από το πάθος του Kerouac για τη ζωή και τις εμπειρίες. Τα επόμενα χρόνια, παρέα με μία ομάδα νέων που θα συγκροτήσουν τη «γενιά των μπιτ», θα ρουφήξει κάθε στιγμή, ξεκινώντας μία περιπετειώδη περιπλάνηση γεμάτη εμπειρίες, που σε αρκετές περιπτώσεις συνοδεύονται από ναρκωτικά και αλκοόλ. Η ομοφυλοφιλία αποτέλεσε ένα ακόμα κομμάτι της ζωής του αντισυμβατικού νεαρού, ενώ δεν έλειψαν και τα μπλεξίματα με το νόμο.
Σταδιακά αφιερώνεται στην ποίηση. Το 1955, ο Ginsberg θα βρεθεί στο Σαν Φρανσίσκο, όπου κατά τη διάρκεια μία ποιητικής βραδιάς θα απαγγείλει ένα απόσπασμα από το ποίημα του Ουρλιαχτό, ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Το «Ουρλιαχτό» θα δημοσιευτεί το 1956 στην ποιητική συλλογή του Ginsberg με τίτλο το «Ουρλιαχτό και άλλα ποιήματα».
Μία δεκαετία νωρίτερα ο Kerouac είχε γράψει το μυθιστόρημα «Στο Δρόμο» που αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της Μπίτ λογοτεχνίας, ωστόσο με το «Ουρλιαχτό» η «γενιά των Μπιτ» είχε αποκτήσει το ποιητικό μανιφέστο της...
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα από την τρέλα,
υστερικά γυμνά και λιμασμένα,
να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μιαν αναγκαία δόση,
χίπστερς με αγγελικά κεφάλια να φλέγονται για την αρχαία ουράνια ένωση
με την άστρική γεννήτρια μέσα στη μηχανή της νύχτας,
που φτωχοί κουρελιασμένοι με βαθουλωμένα μάτια και φτιαγμένοι στάθηκαν καπνίζοντας
μέσα στο υπερφυσικό σκοτάδι τιποτένιων διαμερισμάτων αιωρούμενοι
πάνω από τις κορυφές των πόλεων βυθισμένοι στην τζαζ,
που πρόταξαν τους εγκεφάλους τους γυμνούς στον ουρανό
κάτω απ’ τον Εναέριο σιδηρόδρομο και
είδαν αγγέλους Μωαμεθανούς να τρεκλίζουν φωτισμένοι σε ταράτσες πολυκατοικιών,
που πέρασαν απ’ τα πανεπιστήμια με ήρεμα ακτινοβόλα μάτια με παραισθήσεις
του Αρκάνσας και τραγωδία με το φως του Μπλαίηκ ανάμεσα στους μελετητές
του πολέμου,
που διώχτηκαν απ’ τις ακαδημίες λόγω τρέλας και έκδοσης
στίχων ανήθικων στου κρανίου τα παράθυρα,
που διπλώθηκαν από τον φόβο ξεντυμένοι σε αξύριστα δωμάτια,
καίγοντας
τα λεφτά τους στα καλάθια των αχρήστων και ακούγοντας τον Τρόμο
μέσ’ απ’ τον τοίχο...
Απόσπασμα από το «Ουρλιαχτό» / Μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς
Λίγο καιρό μετά την έκδοσή του, το «Ουρλιαχτό» θα απαγορευτεί ως άσεμνο. Παρά τη αντίδραση της συντηρητικής αμερικανικής κοινωνίας, η «γενιά των Μπίτ» συνέχιζε να καταδεικνύει το τέλμα της, τις αντιθέσεις της, τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις της. Με το «Στο δρόμο» του Kerouac, το «Ουρλιαχτό» του Ginsberg και το «Γυμνό Γεύμα» του Burroughs η «γενιά των Μπίτ» είχε αποκτήσει πλέον τη δική της λογοτεχνική έκφραση.
Και αν ο Jack Kerouac ήταν ο «Βασιλιάς» των Μπιτ, ο Allen Ginsberg ήταν ο «ντελάλης» τους. Σε αντίθεση με τον «Βασιλιά» που ήταν κάπως αντιεπικοινωνιακός, ο Ginsberg προώθησε όχι μόνο το δικό του έργο, αλλά και των υπολοίπων, και κυρίως αυτό του Kerouac. Το 1973 αυτός και η ποιήτρια Anne Waldman ίδρυσαν για αυτό το σκοπό στο ινστιτούτο Naropa, στο Boulder, στο Colorado, ένα ειδικό τμήμα για την μελέτη των γραπτών του Kerouac, αλλά και γενικότερα της «γενιάς των Μπιτ».
Το «Ουρλιαχτό» αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο τον καταλύτη στο έργο του Ginsberg, αλλά και στη γενικότερη πολιτική και κοινωνική δράση του. Συχνά τοποθετήθηκε για θέματα όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων (ο ίδιος άλλωστε διατηρούσε μακροχρόνια σχέση με τον Peter Orlovsky) , αλλά και την απελευθέρωση των ναρκωτικών. Οι απόψεις του προκάλεσαν αρκετές φορές την αντίδραση της πολιτικής ηγεσίας, εντός αλλά και εκτός των ΗΠΑ, ενώ το FBI διατηρούσε έναν ογκωδέστατο φάκελο για αυτόν. Ο Ginsberg εξελίσσεται σε έναν από τους σημαντικότερους εκφραστές του παγκόσμιου κινήματος των νέων της δεκαετία του ‘60.
Ο Ginsberg βάδισε και σε μουσικά μονοπάτια. Συμμετείχε στην μελοποίηση ποιημάτων του William Blake, «Songs of Innocence» και «Songs of Experience», ενώ ηχογράφησε και το διπλό άλμπουμ «First Blues». Σε συνεργασία με τον Philip Glass επένδυσαν μουσικά τα ποιήματα «Ουρλιαχτό» και «Wichita Vortex Sutra». Ανέβηκε στη σκηνή με μουσικούς όπως ο Bob Dylan, οι Fugs, ο Phil Ochs, οι Clash και η Patti Smith. Λίγο πριν το θάνατό του θα ηχογραφήσει το «Ballad of the Skeletons», σε συνεργασία με σημαντικούς συνθέτες, όπως οι Philip Glass, Lenny Kaye, Marc Ribot και Paul McCartney. Το βίντεο γυρίστηκε από τον σκηνοθέτη Gus Van Sant.
Ο Ginsberg βγήκε μέσα από τα σπλάχνα της Αμερικής. Την αγάπησε αλλά και τη μίσησε. Κυρίως ένιωθε απέχθεια για την κυρίαρχη καθεστωτική νοοτροπία. «Αμερική όλα σου τα έδωσα και τώρα είμαι ένα τίποτα» (από το ποίημα America)...
Όντας μία ανήσυχη και αντισυμβατική προσωπικότητα, ταξίδεψε σε πολλές χώρες και μετατράπηκε σε ένα «πολίτη του κόσμου». Τα ταξίδια του τον βοήθησαν να αναπτύξει μία παγκόσμια συνείδηση, η οποία τον συντρόφευε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Allen Ginsberg θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 5 Απριλίου του 1997, χτυπημένος από καρκίνο στο ήπαρ. Το έργο του αναγνωρίστηκε από τους ακαδημαϊκούς κύκλους, ωστόσο το σημαντικότερο είναι πως παραμένει ζωντανό σε κάθε σοκάκι των μεγαλουπόλεων, στους δρόμους και τα μπαρ, σε κάθε ποτήρι που αδειάζει, σε κάθε χέρι που κρατάει με πάθος τις ποιητικές του συλλογές. Παραμένει ζωντανό σε κάθε άνθρωπο που αντιλαμβάνεται τη δύναμη ενός «ουρλιαχτού».
copy-paste από tvxs.gr
05/04/2012
04/04/2012
03/04/2012
02/04/2012
01/04/2012
Subscribe to:
Posts (Atom)